περιγάστριος

περιγάστριος
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από την γαστέρα ή ανήκει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”